- μεταβολά
- μεταβολά1 change
ἐν δὲ χρόνῳ μεταβολαὶ λήξαντος οὔρου ἱστίων P. 4.292
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐν δὲ χρόνῳ μεταβολαὶ λήξαντος οὔρου ἱστίων P. 4.292
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μεταβολά — μεταβολά̱ , μεταβολή change fem nom/voc/acc dual μεταβολά̱ , μεταβολή change fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάβολα — τα εντομολ. όρος που αναφέρεται στα έντομα τα οποία υφίστανται μεταμόρφωση, σε αντιδιαστολή με τα αμετάβολα έντομα … Dictionary of Greek
μεταβολᾷ — μεταβολή change fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάβολα — μετάβολος changeable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβολάν — μεταβολά̱ν , μεταβολή change fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβολάς — μεταβολά̱ς , μεταβολή change fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταμόρφωση — Εξωτερική ή εσωτερική μεταβολή, αλλοίωση, μετουσίωση. (Βιολ.). Έντονη αλλαγή στη μορφή ή στη δομή ορισμένων ζώων, που συντελείται κατά τη μετεμβρυϊκή τους ανάπτυξη, προκειμένου οι οργανισμοί αυτοί να αποκτήσουν την οριστική μορφή του ώριμου ή… … Dictionary of Greek
μεταβολή — Στη στατιστική δηλώνει το μέγεθος που δείχνει τη μεταβλητότητα ενός χαρακτήρα ή φαινομένου. Υπολογίζεται μέσω μιας μαθηματικής σειράς ή στατιστικής ταξινόμησης σε σειρά ή, γενικότερα, μέσω μιας μεταβλητής ή κυμαινόμενης στατιστικής. Η μ., που… … Dictionary of Greek